- κνιδόσπερμον
- κνῑδόσπερμον, τό,A nettle-seed, Gal.19.732:—also [full] κνῑδόσπερμα, ατος, τό, Alex.Trall.5.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κνιδόσπερμον — και κνιδόσπερμα, τὸ (Α) σπόρος τού φυτού θυμέλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κνίδος + σπερμον (< σπέρμα), πρβλ. λιθό σπερμον, λινό σπερμον] … Dictionary of Greek
κνιδοσπέρμου — κνιδόσπερμον nettle seed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)